λαδώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαδώνω < λάδι + -ώνω
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαλαδώνω
- αλείφω με λάδι
- λαδώνετε καλά ένα ταψί
- λιπαίνω μηχανή με ορυκτέλαιο
- λεκιάζω με λάδι
- χθες λάδωσα το πουκάμισό μου
- (διαφθορά, αργκό) δίνω σε κάποιον χρήματα για να με ευνοήσει σε κάτι
- (θρησκεία) αλείφω με λάδι το παιδί που βαφτίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λαδώνω | λάδωνα | θα λαδώνω | να λαδώνω | λαδώνοντας | |
β' ενικ. | λαδώνεις | λάδωνες | θα λαδώνεις | να λαδώνεις | λάδωνε | |
γ' ενικ. | λαδώνει | λάδωνε | θα λαδώνει | να λαδώνει | ||
α' πληθ. | λαδώνουμε | λαδώναμε | θα λαδώνουμε | να λαδώνουμε | ||
β' πληθ. | λαδώνετε | λαδώνατε | θα λαδώνετε | να λαδώνετε | λαδώνετε | |
γ' πληθ. | λαδώνουν(ε) | λάδωναν λαδώναν(ε) |
θα λαδώνουν(ε) | να λαδώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λάδωσα | θα λαδώσω | να λαδώσω | λαδώσει | ||
β' ενικ. | λάδωσες | θα λαδώσεις | να λαδώσεις | λάδωσε | ||
γ' ενικ. | λάδωσε | θα λαδώσει | να λαδώσει | |||
α' πληθ. | λαδώσαμε | θα λαδώσουμε | να λαδώσουμε | |||
β' πληθ. | λαδώσατε | θα λαδώσετε | να λαδώσετε | λαδώστε | ||
γ' πληθ. | λάδωσαν λαδώσαν(ε) |
θα λαδώσουν(ε) | να λαδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λαδώσει | είχα λαδώσει | θα έχω λαδώσει | να έχω λαδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις λαδώσει | είχες λαδώσει | θα έχεις λαδώσει | να έχεις λαδώσει | ||
γ' ενικ. | έχει λαδώσει | είχε λαδώσει | θα έχει λαδώσει | να έχει λαδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λαδώσει | είχαμε λαδώσει | θα έχουμε λαδώσει | να έχουμε λαδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε λαδώσει | είχατε λαδώσει | θα έχετε λαδώσει | να έχετε λαδώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λαδώσει | είχαν λαδώσει | θα έχουν λαδώσει | να έχουν λαδώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλείφω με λάδι
λεκιάζω με λάδι
(αργκό) δωροδοκώ