• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

Öl

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γερμανικά (de)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Εκφράσεις
      • 1.2.2 Παράγωγες λέξεις
      • 1.2.3 Σύνθετα

Γερμανικά (de) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Öl die Öle
γενική des Öls
Öles
der Öle
δοτική dem Öl
Öle
den Ölen
αιτιατική das Öl die Öle

  Προφορά Επεξεργασία

  (βοήθεια·αρχείο)

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

Öl (de), ουδέτερο

  • λάδι, έλαιο

Εκφράσεις Επεξεργασία

  • Öl ins Feuer gießen. - Ρίχνω λάδι στη φωτιά.

Παράγωγες λέξεις Επεξεργασία

  • ölen

Σύνθετα Επεξεργασία

  • Erdöl
  • Mineralöl
  • Motoröl
  • Ölbaum
  • Olivenöl
  • Ölmühle
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=Öl&oldid=5592456"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Σεπτεμβρίου 2022, στις 20:25

Γλώσσες

    • Azərbaycanca
    • Български
    • Bosanski
    • Čeština
    • Dansk
    • Deutsch
    • English
    • Español
    • Eesti
    • Euskara
    • Suomi
    • Français
    • Galego
    • Magyar
    • Bahasa Indonesia
    • Ido
    • Íslenska
    • Italiano
    • ქართული
    • 한국어
    • Kurdî
    • Кыргызча
    • Nāhuatl
    • Nederlands
    • Norsk
    • Occitan
    • Polski
    • Português
    • Русский
    • Sängö
    • Српски / srpski
    • Svenska
    • Тоҷикӣ
    • ไทย
    • Türkçe
    • Oʻzbekcha / ўзбекча
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Σεπτεμβρίου 2022, στις 20:25.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie