βαφτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαφτίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βαπτίζω με ανομοίωση του τρόπου άρθρωσης [pt] > [ft]. Συγκρίνετε με το βαπτίζω.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vaˈfti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐φτί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαβαφτίζω, αόρ.: βάφτισα, παθ.φωνή: βαφτίζομαι, π.αόρ.: βαφτίστηκα, μτχ.π.π.: βαφτισμένος
- τελώ το μυστήριο της βάφτισης
- ⮡ Θα τη βαφτίσουμε την παράλλη βδομάδα.
- δίνω σε κάποιον όνομα κατά την τελετή της βάφτισης
- ⮡ τον βάφτισαν Νίκο
- (μεταφορικά) ονομάζω
Εκφράσεις
επεξεργασία→ και δείτε εκφράσεις με το βαπτίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαμε βαφτι- ή και με βαπτι-
- αβάφτιγος
- αβάφτιστος / αβάπτιστος
- αιματοβαφτισμένος
- αναβαφτίζω / αναβαπτίζω
- αυτοβαφτίζομαι
- βάφτιση / βάπτιση
- βαφτίσια (ουδέτερο πληθυντικός)
- βαφτισίμι
- βαφτισιμιά
- βαφτισιμιός
- βάφτισμα / βάπτισμα
- βαφτισμένος / βαπτισμένος
- βαφτιστήρα
- βαφτιστήρι
- βαφτιστής / βαπτιστής
- βαφτιστίκια (ουδέτερο πληθυντικός)
- βαφτιστικιά
- βαφτιστικό / βαπτιστικό (ουδέτερο)
- βαφτιστικός / βαπτιστικός
- κακοβαφτισμένος
- νεοβαφτισμένος / νεοβαπτισμένος
- νιοβάφτιστος
- ξαναβαφτίζω, ξαναβαφτίζομαι
- ξαναβάφτισμα
- ξαναβαφτισμένος
- ξεβαφτίζομαι
- φρεσκοβαφτίζω
- φρεσκοβαφτισμένος
- μόνο με βαπτι- → δείτε τη λέξη βαπτίζω
→ και δείτε τη λέξη βάφω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βαφτίζω | βάφτιζα | θα βαφτίζω | να βαφτίζω | βαφτίζοντας | |
β' ενικ. | βαφτίζεις | βάφτιζες | θα βαφτίζεις | να βαφτίζεις | βάφτιζε | |
γ' ενικ. | βαφτίζει | βάφτιζε | θα βαφτίζει | να βαφτίζει | ||
α' πληθ. | βαφτίζουμε | βαφτίζαμε | θα βαφτίζουμε | να βαφτίζουμε | ||
β' πληθ. | βαφτίζετε | βαφτίζατε | θα βαφτίζετε | να βαφτίζετε | βαφτίζετε | |
γ' πληθ. | βαφτίζουν(ε) | βάφτιζαν βαφτίζαν(ε) |
θα βαφτίζουν(ε) | να βαφτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βάφτισα | θα βαφτίσω | να βαφτίσω | βαφτίσει | ||
β' ενικ. | βάφτισες | θα βαφτίσεις | να βαφτίσεις | βάφτισε | ||
γ' ενικ. | βάφτισε | θα βαφτίσει | να βαφτίσει | |||
α' πληθ. | βαφτίσαμε | θα βαφτίσουμε | να βαφτίσουμε | |||
β' πληθ. | βαφτίσατε | θα βαφτίσετε | να βαφτίσετε | βαφτίστε | ||
γ' πληθ. | βάφτισαν βαφτίσαν(ε) |
θα βαφτίσουν(ε) | να βαφτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βαφτίσει | είχα βαφτίσει | θα έχω βαφτίσει | να έχω βαφτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις βαφτίσει | είχες βαφτίσει | θα έχεις βαφτίσει | να έχεις βαφτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει βαφτίσει | είχε βαφτίσει | θα έχει βαφτίσει | να έχει βαφτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βαφτίσει | είχαμε βαφτίσει | θα έχουμε βαφτίσει | να έχουμε βαφτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε βαφτίσει | είχατε βαφτίσει | θα έχετε βαφτίσει | να έχετε βαφτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βαφτίσει | είχαν βαφτίσει | θα έχουν βαφτίσει | να έχουν βαφτίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βαφτίζομαι | βαφτιζόμουν(α) | θα βαφτίζομαι | να βαφτίζομαι | ||
β' ενικ. | βαφτίζεσαι | βαφτιζόσουν(α) | θα βαφτίζεσαι | να βαφτίζεσαι | ||
γ' ενικ. | βαφτίζεται | βαφτιζόταν(ε) | θα βαφτίζεται | να βαφτίζεται | ||
α' πληθ. | βαφτιζόμαστε | βαφτιζόμαστε βαφτιζόμασταν |
θα βαφτιζόμαστε | να βαφτιζόμαστε | ||
β' πληθ. | βαφτίζεστε | βαφτιζόσαστε βαφτιζόσασταν |
θα βαφτίζεστε | να βαφτίζεστε | (βαφτίζεστε) | |
γ' πληθ. | βαφτίζονται | βαφτίζονταν βαφτιζόντουσαν |
θα βαφτίζονται | να βαφτίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βαφτίστηκα | θα βαφτιστώ | να βαφτιστώ | βαφτιστεί | ||
β' ενικ. | βαφτίστηκες | θα βαφτιστείς | να βαφτιστείς | βαφτίσου | ||
γ' ενικ. | βαφτίστηκε | θα βαφτιστεί | να βαφτιστεί | |||
α' πληθ. | βαφτιστήκαμε | θα βαφτιστούμε | να βαφτιστούμε | |||
β' πληθ. | βαφτιστήκατε | θα βαφτιστείτε | να βαφτιστείτε | βαφτιστείτε | ||
γ' πληθ. | βαφτίστηκαν βαφτιστήκαν(ε) |
θα βαφτιστούν(ε) | να βαφτιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω βαφτιστεί | είχα βαφτιστεί | θα έχω βαφτιστεί | να έχω βαφτιστεί | βαφτισμένος | |
β' ενικ. | έχεις βαφτιστεί | είχες βαφτιστεί | θα έχεις βαφτιστεί | να έχεις βαφτιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει βαφτιστεί | είχε βαφτιστεί | θα έχει βαφτιστεί | να έχει βαφτιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε βαφτιστεί | είχαμε βαφτιστεί | θα έχουμε βαφτιστεί | να έχουμε βαφτιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε βαφτιστεί | είχατε βαφτιστεί | θα έχετε βαφτιστεί | να έχετε βαφτιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν βαφτιστεί | είχαν βαφτιστεί | θα έχουν βαφτιστεί | να έχουν βαφτιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι βαφτισμένος - είμαστε, είστε, είναι βαφτισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν βαφτισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν βαφτισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι βαφτισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι βαφτισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι βαφτισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι βαφτισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαφτίζω
Πηγές
επεξεργασία- βαφτίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- βαφτίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)