Ετυμολογία

επεξεργασία
βαφτίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βαπτίζω με ανομοίωση του τρόπου άρθρωσης [pt] > [ft]. Συγκρίνετε με το βαπτίζω.

βαφτίζω, αόρ.: βάφτισα, παθ.φωνή: βαφτίζομαι, π.αόρ.: βαφτίστηκα, μτχ.π.π.: βαφτισμένος

  1. τελώ το μυστήριο της βάφτισης
      Θα τη βαφτίσουμε την παράλλη βδομάδα.
  2. δίνω σε κάποιον όνομα κατά την τελετή της βάφτισης
      τον βάφτισαν Νίκο
  3. (μεταφορικά) ονομάζω
      Τον βάφτισαν μαστροχαλαστή γιατί όλα τα ανοίγει για να δει πώς είναι από μέσα.
     συνώνυμα: ονοματίζω

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία