huiler
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- huiler < huile
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαhuiler (fr)
- λαδώνω, αλείφω κάτι με λάδι, λιπαίνω
- (μεταφορικά) bien huilé - λέγεται για κάτι που λειτουργεί τέλεια
- στη μαγειρική, βάζω λάδι
huiler (fr)