Ετυμολογία

επεξεργασία
huiler < huile

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɥi.le/

huiler (fr)

  1. λαδώνω, αλείφω κάτι με λάδι, λιπαίνω
  2. (μεταφορικά) bien huilé - λέγεται για κάτι που λειτουργεί τέλεια
  3. στη μαγειρική, βάζω λάδι

Συγγενικά

επεξεργασία