Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαδωμένος η λαδωμένη το λαδωμένο
      γενική του λαδωμένου της λαδωμένης του λαδωμένου
    αιτιατική τον λαδωμένο τη λαδωμένη το λαδωμένο
     κλητική λαδωμένε λαδωμένη λαδωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαδωμένοι οι λαδωμένες τα λαδωμένα
      γενική των λαδωμένων των λαδωμένων των λαδωμένων
    αιτιατική τους λαδωμένους τις λαδωμένες τα λαδωμένα
     κλητική λαδωμένοι λαδωμένες λαδωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαδωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λαδώνω

  Μετοχή επεξεργασία

λαδωμένος, -η, -ο

  1. που έχει λαδωθεί
  2. που έχει δεχτεί κάποιο χρηματικό ποσό για να πράξει κάτι ανήθικο

  Μεταφράσεις επεξεργασία