παραθετικά
θετικός greasy
συγκριτικός greasier
υπερθετικός greasiest

  Ετυμολογία

επεξεργασία
greasy < grease + -y

  Επίθετο

επεξεργασία

greasy (en)

  1. λιγδιασμένος, λαδώνομαι, που καλύπτεται με πολύ γράσο ή λάδι
    ⮡  My hands got greasy from the frying pan.
    Λαδώθηκαν τα χέρια μου απ΄ το τηγάνι.
  2. (κακόσημο) λιπαρός, για φαγητό που μαγειρεύεται με πολύ λάδι ή λίπος
    ⮡  very greasy food - πολύ λιπαρή τροφή
  3. (κακόσημο) λιπαρός, λαδωμένος, για τα μαλλιά ή το δέρμα που παράγει πολύ φυσικό λάδι
    ⮡  greasy skin/greasy hair - λιπαρό δέρμα/λιπαρά μαλλιά
    ⮡  greasy hair - λαδωμένο μαλλί
  4. (κακόσημο, ανεπίσημο) γλοιώδης, για τους ανθρώπους ή τη συμπεριφορά τους που είναι φιλική με τρόπο που δεν φαίνεται ειλικρινής
    ⮡  a greasy smile - γλοιώδες χαμόγελο

Συνώνυμα

επεξεργασία