Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλοιώδης η γλοιώδης το γλοιώδες
      γενική του γλοιώδους της γλοιώδους του γλοιώδους
    αιτιατική τον γλοιώδη τη γλοιώδη το γλοιώδες
     κλητική γλοιώδη(ς) γλοιώδης γλοιώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλοιώδεις οι γλοιώδεις τα γλοιώδη
      γενική των γλοιωδών των γλοιωδών των γλοιωδών
    αιτιατική τους γλοιώδεις τις γλοιώδεις τα γλοιώδη
     κλητική γλοιώδεις γλοιώδεις γλοιώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλοιώδης < αρχαία ελληνική γλοιώδης

  Επίθετο επεξεργασία

γλοιώδης

  1. που είναι καλυμμένος με γλίτσα ή, γενικά, με κάποια παχύρρευστη και γλιστερή ουσία, και προκαλεί αίσθημα αηδίας
  2. (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά, μειωτικό) άνθρωπος που προκαλεί αηδία, κυρίως λόγω χυδαίας συμπεριφοράς

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλοιώδης < γλοιός (κολλώδης) και εἶδος

  Επίθετο επεξεργασία

γλοιώδης, -ης, -ες

  • τὸ γλίσχρον ἀπεμιμήσατο καὶ γλυκὺ καὶ γλοιῶδες (Πλάτ. Κρατ.427)