γλοιώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γλοιώδης | η | γλοιώδης | το | γλοιώδες |
γενική | του | γλοιώδους | της | γλοιώδους | του | γλοιώδους |
αιτιατική | τον | γλοιώδη | τη | γλοιώδη | το | γλοιώδες |
κλητική | γλοιώδη(ς) | γλοιώδης | γλοιώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γλοιώδεις | οι | γλοιώδεις | τα | γλοιώδη |
γενική | των | γλοιωδών | των | γλοιωδών | των | γλοιωδών |
αιτιατική | τους | γλοιώδεις | τις | γλοιώδεις | τα | γλοιώδη |
κλητική | γλοιώδεις | γλοιώδεις | γλοιώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γλοιώδης < αρχαία ελληνική γλοιώδης
Επίθετο
επεξεργασία
γλοιώδης
- που είναι καλυμμένος με γλίτσα ή, γενικά, με κάποια παχύρρευστη και γλιστερή ουσία, και προκαλεί αίσθημα αηδίας
- (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά, μειωτικό) άνθρωπος που προκαλεί αηδία, κυρίως λόγω χυδαίας συμπεριφοράς