Δείτε επίσης: ἀηδία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αηδία οι αηδίες
      γενική της αηδίας των αηδιών
    αιτιατική την αηδία τις αηδίες
     κλητική αηδία αηδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αηδία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀηδία[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.iˈði.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐η‐δί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αηδία θηλυκό

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • αηδίες και ξεράσματα
  • καταντώ αηδία
  • μέχρι αηδίας: σε υπέρμετρο βαθμό, υπερβολικά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία