αηδιαστικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.i.ði.a.stiˈkɔs/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αηδιαστικός, -ή, -ό
- που προκαλεί αηδία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- αηδής (λόγιο)
Επεξεργασία
- αηδιάζω
- αηδιασμένος
- και → δείτε τη λέξη αηδία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «αηδιαστικός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.