πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αηδής η αηδής το αηδές
      γενική του αηδούς* της αηδούς του αηδούς
    αιτιατική τον αηδή την αηδή το αηδές
     κλητική αηδή(ς) αηδής αηδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αηδείς οι αηδείς τα αηδή
      γενική των αηδών των αηδών των αηδών
    αιτιατική τους αηδείς τις αηδείς τα αηδή
     κλητική αηδείς αηδείς αηδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

αηδής, -ής, -ές

Μεταφράσεις

επεξεργασία