Ετυμολογία

επεξεργασία
αηδιάζω < αηδία

αηδιάζω

  1. νιώθω αηδία
    αηδίασα από το θέαμα της στοίβας σκουπιδιών στο δρόμο
  2. προκαλώ αηδία σε άλλον
    αηδίασε τον κόσμο ο πολιτικός με την λαϊκιστική ρητορική του

  Μεταφράσεις

επεξεργασία