αηδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αηδιάζω < αηδία
Ρήμα
επεξεργασίααηδιάζω
- νιώθω αηδία
- αηδίασα από το θέαμα της στοίβας σκουπιδιών στο δρόμο
- προκαλώ αηδία σε άλλον
- αηδίασε τον κόσμο ο πολιτικός με την λαϊκιστική ρητορική του
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αηδιάζω | αηδίαζα | θα αηδιάζω | να αηδιάζω | αηδιάζοντας | |
β' ενικ. | αηδιάζεις | αηδίαζες | θα αηδιάζεις | να αηδιάζεις | αηδίαζε | |
γ' ενικ. | αηδιάζει | αηδίαζε | θα αηδιάζει | να αηδιάζει | ||
α' πληθ. | αηδιάζουμε | αηδιάζαμε | θα αηδιάζουμε | να αηδιάζουμε | ||
β' πληθ. | αηδιάζετε | αηδιάζατε | θα αηδιάζετε | να αηδιάζετε | αηδιάζετε | |
γ' πληθ. | αηδιάζουν(ε) | αηδίαζαν αηδιάζαν(ε) |
θα αηδιάζουν(ε) | να αηδιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αηδίασα | θα αηδιάσω | να αηδιάσω | αηδιάσει | ||
β' ενικ. | αηδίασες | θα αηδιάσεις | να αηδιάσεις | αηδίασε | ||
γ' ενικ. | αηδίασε | θα αηδιάσει | να αηδιάσει | |||
α' πληθ. | αηδιάσαμε | θα αηδιάσουμε | να αηδιάσουμε | |||
β' πληθ. | αηδιάσατε | θα αηδιάσετε | να αηδιάσετε | αηδιάστε | ||
γ' πληθ. | αηδίασαν αηδιάσαν(ε) |
θα αηδιάσουν(ε) | να αηδιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αηδιάσει | είχα αηδιάσει | θα έχω αηδιάσει | να έχω αηδιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις αηδιάσει | είχες αηδιάσει | θα έχεις αηδιάσει | να έχεις αηδιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει αηδιάσει | είχε αηδιάσει | θα έχει αηδιάσει | να έχει αηδιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αηδιάσει | είχαμε αηδιάσει | θα έχουμε αηδιάσει | να έχουμε αηδιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε αηδιάσει | είχατε αηδιάσει | θα έχετε αηδιάσει | να έχετε αηδιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αηδιάσει | είχαν αηδιάσει | θα έχουν αηδιάσει | να έχουν αηδιάσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αηδιασμένος - είμαστε, είστε, είναι αηδιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αηδιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αηδιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αηδιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αηδιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αηδιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αηδιασμένοι |