make one sick
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαmake one sick (en)
- (ιδιωματισμός) αηδιάζω, ξερνάω, φέρνω αηδία
- ⮡ It makes me sick just thinking of it.
- Αηδιάζω μονάχα που το σκέφτομαι.
- ⮡ It’s enough to make you sick.
- Είναι ν' αηδιάζεις/να ξερνάς.
- ⮡ You make me sick.
- Μου φέρνεις αηδία.
- ⮡ It makes me sick just thinking of it.