sick
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | sick |
συγκριτικός | sicker |
υπερθετικός | sickest |
Επίθετο
επεξεργασίαsick (en)
- άρρωστος, ασθενής
- ⮡ He fell sick.
- Έπεσε άρρωστος.
- ⮡ I am sick.
- Είμαι άρρωστη.
- ⮡ He has been sick for months.
- Είναι άρρωστος επί μήνες.
- ⮡ The sick child is burning up from the fever.
- Το άρρωστο παιδί ψηνόταν από τον πυρετό.
- ⮡ Who is sick?
- Ποιος είναι ασθενής;
- ⮡ I am out sick.
- Βγαίνω ασθενής.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη ill
- ⮡ He fell sick.
- νιώθω ότι πρέπει να κάνω εμετό, που έχει τάση για εμετό, λιγώνω
- ⮡ I am going to be sick.
- Κάνω εμετό.
- ⮡ I am feeling sick.
- Μου έρχεται εμετός.
- ⮡ The pie was very oily and made me sick.
- Η πίτα έγινε πολύ λαδερή και με λίγωσε.
- ⮡ I ate three pastries and got sick.
- Έφαγα τρεις πάστες και λιγώθηκα.
- ⮡ I am going to be sick.
- (ανεπίσημο) σιχαίνομαι, μπουχτίζω, βαριέμαι ή με ενοχλεί κάτι που συμβαίνει εδώ και πολύ καιρό και θέλω να σταματήσει
- ⮡ I am sick of everything.
- Τα σιχάθηκα όλα.
- ⮡ I’m sick and tired of politics.
- Σιχάθηκα την πολιτική.
- ⮡ I’m getting sick of his lectures.
- Μπούχτισα τις συμβουλές του.
- ⮡ I’m sick of being told what to do.
- Βαρέθηκα πια να μου λένε τι να κάνω.
- ⮡ I am sick of everything.
- (ανεπίσημο) νοσηρός, ειδικά για το χιούμορ που πραγματεύεται θέματα με σκληρό τρόπο που κάποιοι πιστεύουν ότι είναι προσβλητικό
- ⮡ sick humor - νοσηρό χιούμορ
- (ανεπίσημο) αρρωστημένος, άρρωστος, που έχει ευχαρίστηση να κάνει παράξενα ή σκληρά πράγματα