παραθετικά
θετικός unhealthy
συγκριτικός unhealthier / more unhealthy
υπερθετικός unhealthiest / most unhealthy

  Ετυμολογία

επεξεργασία
unhealthy < un- + healthy

  Επίθετο

επεξεργασία

unhealthy (en)

  1. άρρωστος, όχι υγιής
    ⮡  The unhealthy child is burning up from the fever.
    Το άρρωστο παιδί ψηνόταν από τον πυρετό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη ill
  2. ανθυγιεινός, επικίνδυνος για την υγεία
    ⮡  Someone underweight isn't necessarily unhealthy.
    Το να είναι κάποιος λιποβαρής δεν είναι απαραίτητα ανθυγιεινό.
  3. αρρωστημένος, άρρωστος, όχι φυσιολογικός
    ⮡  an unhealthy mind - αρρωστημένο μυαλό
    ⮡  an unhealthy imagination/situation - αρρωστημένη φαντασία/κατάσταση
    ⮡  unhealthy thoughts/ideas/desires - άρρωστες σκέψεις/ιδέες/επιθυμίες
     συνώνυμα: sick

Αντώνυμα

επεξεργασία