unhealthy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | unhealthy |
συγκριτικός | unhealthier / more unhealthy |
υπερθετικός | unhealthiest / most unhealthy |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαunhealthy (en)
- άρρωστος, όχι υγιής
- ανθυγιεινός, επικίνδυνος για την υγεία
- ⮡ Someone underweight isn't necessarily unhealthy.
- Το να είναι κάποιος λιποβαρής δεν είναι απαραίτητα ανθυγιεινό.
- ⮡ Someone underweight isn't necessarily unhealthy.
- αρρωστημένος, άρρωστος, όχι φυσιολογικός