ill
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ill (en)
- άρρωστος
- ⮡ He fell ill.
- Έπεσε άρρωστος.
- ⮡ I am ill.
- Είμαι άρρωστη.
- ⮡ The ill child is burning up from the fever.
- Το άρρωστο παιδί ψηνόταν από τον πυρετό.
- ≈ συνώνυμα: sick, unhealthy, unwell και under the weather
- ⮡ He fell ill.
- που έχει τάση να κάνει εμετό
- κακός, κακής ποιότητας