Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
άρρωστος
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἄρρωστος
,
ἄρωστος
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικές λέξεις
1.2.3
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
πτώση
ενικός
ονομαστική
άρρωστ
ος
άρρωστ
η
άρρωστ
ο
γενική
άρρωστ
ου
άρρωστ
ης
άρρωστ
ου
αιτιατική
άρρωστ
ο
άρρωστ
η
άρρωστ
ο
κλητική
άρρωστ
ε
άρρωστ
η
άρρωστ
ο
πτώση
πληθυντικός
ονομαστική
άρρωστ
οι
άρρωστ
ες
άρρωστ
α
γενική
άρρωστ
ων
άρρωστ
ων
άρρωστ
ων
αιτιατική
άρρωστ
ους
άρρωστ
ες
άρρωστ
α
κλητική
άρρωστ
οι
άρρωστ
ες
άρρωστ
α
Ετυμολογία
Επεξεργασία
άρρωστος
<
αρχαία ελληνική
ἄρρωστος
<
ἀ-
+
ῥώννυμι
Επίθετο
Επεξεργασία
άρρωστος, -η, -ο
που δεν είναι καλά στην
υγεία
του
Συνώνυμα
Επεξεργασία
ασθενής
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
αρρώστια
αρρωστιάρης
αρρωσταίνω
αρρωστημένος
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
άρρωστος
αγγλικά
:
ill
(en)
γαλλικά
:
malade
(fr)
γερμανικά
:
krank
(de)
εβραϊκά
:
חולה
(he)
λατινικά
:
aeger
(la)
ολλανδικά
:
ziek
(nl)
ουκρανικά
:
хворий
(uk)
πολωνικά
:
chory
(pl)
ρουμανικά
:
bolnav
(ro)
σλοβακικά
:
chorý
(sk)