άρρωστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άρρωστος | η | άρρωστη | το | άρρωστο |
γενική | του | άρρωστου | της | άρρωστης | του | άρρωστου |
αιτιατική | τον | άρρωστο | την | άρρωστη | το | άρρωστο |
κλητική | άρρωστε | άρρωστη | άρρωστο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άρρωστοι | οι | άρρωστες | τα | άρρωστα |
γενική | των | άρρωστων | των | άρρωστων | των | άρρωστων |
αιτιατική | τους | άρρωστους | τις | άρρωστες | τα | άρρωστα |
κλητική | άρρωστοι | άρρωστες | άρρωστα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άρρωστος < αρχαία ελληνική ἄρρωστος < ἀ- + ῥώννυμι
Επίθετο
επεξεργασίαάρρωστος, -η, -ο
- που δεν είναι καλά στην υγεία του