Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρρωστημένος η αρρωστημένη το αρρωστημένο
      γενική του αρρωστημένου της αρρωστημένης του αρρωστημένου
    αιτιατική τον αρρωστημένο την αρρωστημένη το αρρωστημένο
     κλητική αρρωστημένε αρρωστημένη αρρωστημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρρωστημένοι οι αρρωστημένες τα αρρωστημένα
      γενική των αρρωστημένων των αρρωστημένων των αρρωστημένων
    αιτιατική τους αρρωστημένους τις αρρωστημένες τα αρρωστημένα
     κλητική αρρωστημένοι αρρωστημένες αρρωστημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρρωστημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αρρωσταίνω

  Μετοχή επεξεργασία

αρρωστημένος, -η, -ο

  • νοσηρός, κυρίως με την έννοια τη συναισθηματική και ψυχική, αλλά και κυριολεκτικά, μη υγιεινός
    Αυτή η κατάσταση είναι αρρωστημένη, ας χωρίσουμε να ξεμπερδεύουμε
    Άνοιξε να μπει λίγος αέρας, τι αρρωστημένη ατμόσφαιρα έχετε εδώ μέσα!

  Μεταφράσεις επεξεργασία