αρρωστημένα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρρωστημένα < πληθ. ουδέτερο της μετοχής αρρωστημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου αρρωσταίνω
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίααρρωστημένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αρρωστημένο
Επίρρημα
επεξεργασίααρρωστημένα
- με νοσηρό, αρρωστημένο τρόπο, μη υγιή (κυρίως από συναισθηματική άποψη)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρρωστημένα