νοσηρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νοσηρός | η | νοσηρή | το | νοσηρό |
γενική | του | νοσηρού | της | νοσηρής | του | νοσηρού |
αιτιατική | τον | νοσηρό | τη | νοσηρή | το | νοσηρό |
κλητική | νοσηρέ | νοσηρή | νοσηρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νοσηροί | οι | νοσηρές | τα | νοσηρά |
γενική | των | νοσηρών | των | νοσηρών | των | νοσηρών |
αιτιατική | τους | νοσηρούς | τις | νοσηρές | τα | νοσηρά |
κλητική | νοσηροί | νοσηρές | νοσηρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νοσηρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νοσηρός[1] < νόσ(ος) + -ηρός
Επίθετο
επεξεργασίανοσηρός, -ή, -ό
- που προκαλεί αρρώστια, επιβλαβής
- (μεταφορικά) υπερβολικός, αφύσικος[1]
- ⮡ νοσηρή αγάπη
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 νοσηρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- νοσηρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νοσηρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.