-ηρός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Κατάληξη αρσενικών επιθέτωνΕπεξεργασία
-ηρός, ηρή, ηρό ( < από αρχαία ελληνική κατάληξη -ηρός, -ηρά, -ηρόν), κατάληξη που δηλώνει ότι κάποιος έχει σε μεγάλο βαθμό την ιδιότητα που δηλώνει το πρώτο συνθετικό, ότι έχει πλησμονή, είναι πλήρης του πρώτου συνθετικού
- λυπηρός (πολλή λύπη, πλήρης θλίψεων)
- ηχηρός (πολύς θόρυβος, δυνατός θόρυβος)
- δαπανηρός ( πολλές δαπάνες)
- ζωηρός
- αιματηρός
- πνιγηρός
- μελετηρός
- νοσηρός
- μοχθηρός
- αιχμηρός
- οκνηρός
- οδυνηρός
- σιωπηρός
- ολισθηρός
- οχληρός
- τολμηρός
- ανθηρός
- πονηρός (<αρχ.ελλ. πόνος, αρχικά κόπος και μετά πόνος με τη νεοελληνική έννοια, εκεινος που είναι άθλιος και προκαλεί πόνο ή φασαριες και μόχθο στους άλλους)
- σκληρός (< αρχαία ελληνική σκέλλω, ξεραίνω)
- αυστηρός (αρχαία ελληνική αὔω: καίω, πυρπολώ)