-ηρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | -ηρός | η | -ηρή | το | -ηρό |
γενική | του | -ηρού | της | -ηρής | του | -ηρού |
αιτιατική | τον | -ηρό | τη(ν) | -ηρή | το | -ηρό |
κλητική | -ηρέ | -ηρή | -ηρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | -ηροί | οι | -ηρές | τα | -ηρά |
γενική | των | -ηρών | των | -ηρών | των | -ηρών |
αιτιατική | τους | -ηρούς | τις | -ηρές | τα | -ηρά |
κλητική | -ηροί | -ηρές | -ηρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -ηρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ηρός σε αρχαίες λέξεις < λέξεις με θέμα που έληγε σε -η + -ρός [1][2]
Επίθημα
επεξεργασία-ηρός, -ή, -ό
- κατάληξη επιθέτων (στο αρσενικό γένος) που δηλώνει ότι κάποιος έχει σε μεγάλο βαθμό την ιδιότητα που δηλώνει το πρώτο συνθετικό, ότι έχει πλησμονή, είναι πλήρης του πρώτου συνθετικού
Δείτε επίσης
επεξεργασίαόπως ενδεικτικά
- Όροι που λήγουν σε -ηρός — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Επίσης:
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ -ηρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ -ηρός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | -ηρός | ἡ | -ηρᾱ́ | τὸ | -ηρόν |
γενική | τοῦ | -ηροῦ | τῆς | -ηρᾶς | τοῦ | -ηροῦ |
δοτική | τῷ | -ηρῷ | τῇ | -ηρᾷ | τῷ | -ηρῷ |
αιτιατική | τὸν | -ηρόν | τὴν | -ηρᾱ́ν | τὸ | -ηρόν |
κλητική ὦ! | -ηρέ | -ηρᾱ́ | -ηρόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | -ηροί | αἱ | -ηραί | τὰ | -ηρᾰ́ |
γενική | τῶν | -ηρῶν | τῶν | -ηρῶν | τῶν | -ηρῶν |
δοτική | τοῖς | -ηροῖς | ταῖς | -ηραῖς | τοῖς | -ηροῖς |
αιτιατική | τοὺς | -ηρούς | τὰς | -ηρᾱ́ς | τὰ | -ηρᾰ́ |
κλητική ὦ! | -ηροί | -ηραί | -ηρᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -ηρώ | τὼ | -ηρᾱ́ | τὼ | -ηρώ |
γεν-δοτ | τοῖν | -ηροῖν | τοῖν | -ηραῖν | τοῖν | -ηροῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθημα
επεξεργασία-ηρός, -ά, -όν
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ -ηρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας