μοχθηρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μοχθηρός | η | μοχθηρή | το | μοχθηρό |
γενική | του | μοχθηρού | της | μοχθηρής | του | μοχθηρού |
αιτιατική | τον | μοχθηρό | τη | μοχθηρή | το | μοχθηρό |
κλητική | μοχθηρέ | μοχθηρή | μοχθηρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μοχθηροί | οι | μοχθηρές | τα | μοχθηρά |
γενική | των | μοχθηρών | των | μοχθηρών | των | μοχθηρών |
αιτιατική | τους | μοχθηρούς | τις | μοχθηρές | τα | μοχθηρά |
κλητική | μοχθηροί | μοχθηρές | μοχθηρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μοχθηρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μοχθηρός < μόχθ(ος) + -ηρός[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mo.xθiˈros/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐χθη‐ρός
Επίθετο
επεξεργασία
μοχθηρός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασία- μοχθηρά
- μοχθηρία
- μοχθηρότητα
- μοχθηρώς
- → δείτε τη λέξη μόχθος
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μοχθηρός | ἡ | μοχθηρᾱ́ & μοχθηρός |
τὸ | μοχθηρόν |
γενική | τοῦ | μοχθηροῦ | τῆς | μοχθηρᾶς & μοχθηροῦ |
τοῦ | μοχθηροῦ |
δοτική | τῷ | μοχθηρῷ | τῇ | μοχθηρᾷ & μοχθηρῷ |
τῷ | μοχθηρῷ |
αιτιατική | τὸν | μοχθηρόν | τὴν | μοχθηρᾱ́ν & μοχθηρόν |
τὸ | μοχθηρόν |
κλητική ὦ! | μοχθηρέ | μοχθηρᾱ́ & μοχθηρέ |
μοχθηρόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | μοχθηροί | αἱ | μοχθηραί & μοχθηροί |
τὰ | μοχθηρᾰ́ |
γενική | τῶν | μοχθηρῶν | τῶν | μοχθηρῶν & μοχθηρῶν |
τῶν | μοχθηρῶν |
δοτική | τοῖς | μοχθηροῖς | ταῖς | μοχθηραῖς & μοχθηροῖς |
τοῖς | μοχθηροῖς |
αιτιατική | τοὺς | μοχθηρούς | τὰς | μοχθηρᾱ́ς & μοχθηρούς |
τὰ | μοχθηρᾰ́ |
κλητική ὦ! | μοχθηροί | μοχθηραί & μοχθηροί |
μοχθηρᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μοχθηρώ | τὼ | μοχθηρᾱ́ & μοχθηρώ |
τὼ | μοχθηρώ |
γεν-δοτ | τοῖν | μοχθηροῖν | τοῖν | μοχθηραῖν & μοχθηροῖν |
τοῖν | μοχθηροῖν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μοχθηρός' όπως «μοχθηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μοχθηρός < μόχθ(ος) (κόπος, ταλαιπωρία) + -ηρός [1]
Επίθετο
επεξεργασία
μοχθηρός, -ά, -όν & -ός, -ός, -όν
- κακοπαθημένος, άθλιος, ελεεινός
- που μοχθεί (επίπονος, κοπιώδης, κουραστικός)
- άσχημος
- κακός, πανούργος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- 1 2 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία
- μοχθηρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μοχθηρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.