↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πνιγηρός η πνιγηρή το πνιγηρό
      γενική του πνιγηρού της πνιγηρής του πνιγηρού
    αιτιατική τον πνιγηρό την πνιγηρή το πνιγηρό
     κλητική πνιγηρέ πνιγηρή πνιγηρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πνιγηροί οι πνιγηρές τα πνιγηρά
      γενική των πνιγηρών των πνιγηρών των πνιγηρών
    αιτιατική τους πνιγηρούς τις πνιγηρές τα πνιγηρά
     κλητική πνιγηροί πνιγηρές πνιγηρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πνιγηρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πνιγηρός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pni.ʝiˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πνι‐γη‐ρός

  Επίθετο

επεξεργασία

πνιγηρός, -ή, -ό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία