étouffant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | étouffant | étouffants |
θηλυκό | étouffante | étouffantes |
étouffant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | étouffant | étouffants |
θηλυκό | étouffante | étouffantes |
étouffant (fr)