Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οδυνηρός η οδυνηρή το οδυνηρό
      γενική του οδυνηρού της οδυνηρής του οδυνηρού
    αιτιατική τον οδυνηρό την οδυνηρή το οδυνηρό
     κλητική οδυνηρέ οδυνηρή οδυνηρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οδυνηροί οι οδυνηρές τα οδυνηρά
      γενική των οδυνηρών των οδυνηρών των οδυνηρών
    αιτιατική τους οδυνηρούς τις οδυνηρές τα οδυνηρά
     κλητική οδυνηροί οδυνηρές οδυνηρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οδυνηρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀδυνηρός[1] < ὀδύνη + -ηρός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.ði.niˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐δυ‐νη‐ρός

  Επίθετο επεξεργασία

οδυνηρός -ή -ό

  • που προκαλεί οδύνη, μεγάλο πόνο, σωματικό ή ψυχικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία