↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολισθηρός η ολισθηρή το ολισθηρό
      γενική του ολισθηρού της ολισθηρής του ολισθηρού
    αιτιατική τον ολισθηρό την ολισθηρή το ολισθηρό
     κλητική ολισθηρέ ολισθηρή ολισθηρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολισθηροί οι ολισθηρές τα ολισθηρά
      γενική των ολισθηρών των ολισθηρών των ολισθηρών
    αιτιατική τους ολισθηρούς τις ολισθηρές τα ολισθηρά
     κλητική ολισθηροί ολισθηρές ολισθηρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ολισθηρός < αρχαία ελληνική ὀλισθαίνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.li.sθiˈɾos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /o.li.sθiˈɾi/ θηλυκό
ΔΦΑ : /o.li.sθiˈɾo/ ουδέτερο

  Επίθετο

επεξεργασία

ολισθηρός, -ή, -ό

  1. που γλιστρώ, που μπορεί να προκαλέσει γλίστρημα (ολίσθηση)
    με τον πάγο ο δρόμος έγινε ιδιαίτερα ολισθηρός
  2. (μεταφορικά) που κρύβει κινδύνους
  3. (μεταφορικά) που μπορεί εύκολα να σε κάνει να ξεφύγεις από το ηθικά σωστό
    αυτού του είδους οι λογικές μας οδηγούν σε πολύ ολισθηρά μονοπάτια

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία