ολισθηρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ολισθηρός < αρχαία ελληνική ὀλισθαίνω
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ολισθηρός, -ή, -ό
- που γλιστρώ, που μπορεί να προκαλέσει γλίστρημα (ολίσθηση)
- με τον πάγο ο δρόμος έγινε ιδιαίτερα ολισθηρός
- (μεταφορικά) που κρύβει κινδύνους
- (μεταφορικά) που μπορεί εύκολα να σε κάνει να ξεφύγεις από το ηθικά σωστό
- αυτού του είδους οι λογικές μας οδηγούν σε πολύ ολισθηρά μονοπάτια