ολισθηρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολισθηρός < αρχαία ελληνική ὀλισθαίνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.li.sθiˈɾos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /o.li.sθiˈɾi/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /o.li.sθiˈɾo/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίαολισθηρός, -ή, -ό
- που γλιστρώ, που μπορεί να προκαλέσει γλίστρημα (ολίσθηση)
- με τον πάγο ο δρόμος έγινε ιδιαίτερα ολισθηρός
- (μεταφορικά) που κρύβει κινδύνους
- (μεταφορικά) που μπορεί εύκολα να σε κάνει να ξεφύγεις από το ηθικά σωστό
- αυτού του είδους οι λογικές μας οδηγούν σε πολύ ολισθηρά μονοπάτια