Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γλίστρημα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
γλίστρημα
τα
γλιστρήμα
τ
α
γενική
του
γλιστρήμα
τ
ος
των
γλιστρημά
τ
ων
αιτιατική
το
γλίστρημα
τα
γλιστρήμα
τ
α
κλητική
γλίστρημα
γλιστρήμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γλίστρημα
<
γλιστράω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γλίστρημα
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
γλιστρώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γλίστρημα
αγγλικά
:
slide
(en)
γαλλικά
:
glissement
(fr)
,
glissade
(fr)
ρουμανικά
:
alunecare
(ro)