Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
slide slides

slide (en)

  1. (μόνο ενικός) η γλίστρα, το γλίστρημα, μια μακρά, ομαλή κίνηση σε πάγο ή λεία επιφάνεια
    ⮡  I took a slide on the ice.
    Πήρα μια γλίστρα στον πάγο.
  2. η τσουλήθρα
    ⮡  The playground has swings, see-saws, and slides.
    Η παιδική χαρά έχει κούνιες, τραμπάλες και τσουλήθρες.
ενεστώτας slide
γ΄ ενικό ενεστώτα slides
αόριστος slid
παθητική μετοχή slid
ενεργητική μετοχή sliding
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

slide (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) γλιστράω, συρόμενος, κινώ ή κινούμαι εύκολα σε λεία ή υγρή επιφάνεια
    ⮡  He slid on the ice and broke his leg.
    Γλίστρησε στον πάγο κι έσπασε το πόδι του.
    ⮡  The book slid (right) off his knee.
    Το βιβλίο γλίστρησε κι έπεσε από το γόνατό μου.
    ⮡  a sliding car roof - συρόμενη οροφή αυτοκινήτου
    ⮡  sliding windows - συρόμενα παράθυρα
     συνώνυμα: slip

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία