slide
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
slide | slides |
slide (en)
- (μόνο ενικός) η γλίστρα, το γλίστρημα, μια μακρά, ομαλή κίνηση σε πάγο ή λεία επιφάνεια
- ⮡ I took a slide on the ice.
- Πήρα μια γλίστρα στον πάγο.
- ⮡ I took a slide on the ice.
- η τσουλήθρα
- ⮡ The playground has swings, see-saws, and slides.
- Η παιδική χαρά έχει κούνιες, τραμπάλες και τσουλήθρες.
- ⮡ The playground has swings, see-saws, and slides.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | slide |
γ΄ ενικό ενεστώτα | slides |
αόριστος | slid |
παθητική μετοχή | slid |
ενεργητική μετοχή | sliding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
slide (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) γλιστράω, συρόμενος, κινώ ή κινούμαι εύκολα σε λεία ή υγρή επιφάνεια
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- slide (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- slide (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 193. ISBN 9780194325684., λήμμα: γλίστρημα, γλιστρώ