Ετυμολογία

επεξεργασία

γλιστράω/γλιστρώ, αόρ.: γλίστρησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. κινούμαι εφαπτόμενος σε μια λεία επιφάνεια χωρίς τριβή
    παράδειγμα  Το έλκυθρο γλιστρούσε πάνω στο χιόνι.
  2. χάνω την ισορροπία μου επειδή πάτησα σε απολύτως λεία ή υγρή επιφάνεια
    παράδειγμα  Γλίστρησα στο παρκέ και παραλίγο να πέσω.
  3. (για οχήματα) χάνω την κατευθυντικότητά μου εξαιτίας ολισθηρού οδοστρώματος
    παράδειγμα  Το αυτοκίνητο γλίστρησε γιατί υπήρχαν χυμένα λάδια στο δρόμο.
  4. (μεταφορικά) κινούμαι αθόρυβα χωρίς να γίνομαι αντιληπτός
    παράδειγμα  Γλίστρησε σαν τον κλέφτη μέσα στο δωμάτιο.
  5. (για επιφάνειες, απρόσωπο, στο τρίτο πρόσωπο) υπάρχει κίνδυνος να γλιστρήσει κάποιος
     δείτε στο τρίτο πρόσωπο ενικού γλιστράει και γλιστρούσε
    παράδειγμα  Προσοχή, μετά το ψιλόβροχο γλιστράει ο δρόμος.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.