γλιστράω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γλιστράω < γλιστρ(ώ) + -άω, κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική γλιστρῶ < ἐγλιστρῶ < ελληνιστική κοινή ἐκλιστρῶ, συνηρημένη μορφή του ἐκλιστράω < ἐκ + λίστρον [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣliˈstɾa.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλι‐στρά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαγλιστράω/γλιστρώ, αόρ.: γλίστρησα (χωρίς παθητική φωνή)
- κινούμαι εφαπτόμενος σε μια λεία επιφάνεια χωρίς τριβή
- ⮡ Το έλκυθρο γλιστρούσε πάνω στο χιόνι.
- χάνω την ισορροπία μου επειδή πάτησα σε απολύτως λεία ή υγρή επιφάνεια
- ⮡ Γλίστρησα στο παρκέ και παραλίγο να πέσω.
- (για οχήματα) χάνω την κατευθυντικότητά μου εξαιτίας ολισθηρού οδοστρώματος
- ⮡ Το αυτοκίνητο γλίστρησε γιατί υπήρχαν χυμένα λάδια στο δρόμο.
- (μεταφορικά) κινούμαι αθόρυβα χωρίς να γίνομαι αντιληπτός
- ⮡ Γλίστρησε σαν τον κλέφτη μέσα στο δωμάτιο.
- (για επιφάνειες, απρόσωπο, στο τρίτο πρόσωπο) υπάρχει κίνδυνος να γλιστρήσει κάποιος
- → δείτε στο τρίτο πρόσωπο ενικού γλιστράει και γλιστρούσε
- ⮡ Προσοχή, μετά το ψιλόβροχο γλιστράει ο δρόμος.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Όροι με γλιστρ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Κλίση
επεξεργασία- χωρίς παθητική φωνή, χωρίς μετοχή παρακειμένου
- Και απρόσωπα: το τρίτο πρόσωπο ενικού ενεστώτα γλιστράει και παρατατικού: γλιστρούσε/γλίστραγε
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γλιστράω - γλιστρώ | γλιστρούσα | θα γλιστράω - γλιστρώ | να γλιστράω - γλιστρώ | γλιστρώντας | |
β' ενικ. | γλιστράς | γλιστρούσες | θα γλιστράς | να γλιστράς | γλίστρα - γλίστραγε | |
γ' ενικ. | γλιστράει - γλιστρά | γλιστρούσε | θα γλιστράει - γλιστρά | να γλιστράει - γλιστρά | ||
α' πληθ. | γλιστράμε - γλιστρούμε | γλιστρούσαμε | θα γλιστράμε - γλιστρούμε | να γλιστράμε - γλιστρούμε | ||
β' πληθ. | γλιστράτε | γλιστρούσατε | θα γλιστράτε | να γλιστράτε | γλιστράτε | |
γ' πληθ. | γλιστράν(ε) - γλιστρούν(ε) | γλιστρούσαν(ε) | θα γλιστράν(ε) - γλιστρούν(ε) | να γλιστράν(ε) - γλιστρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γλίστρησα | θα γλιστρήσω | να γλιστρήσω | γλιστρήσει | ||
β' ενικ. | γλίστρησες | θα γλιστρήσεις | να γλιστρήσεις | γλίστρα - γλίστρησε | ||
γ' ενικ. | γλίστρησε | θα γλιστρήσει | να γλιστρήσει | |||
α' πληθ. | γλιστρήσαμε | θα γλιστρήσουμε | να γλιστρήσουμε | |||
β' πληθ. | γλιστρήσατε | θα γλιστρήσετε | να γλιστρήσετε | γλιστρήστε | ||
γ' πληθ. | γλίστρησαν γλιστρήσαν(ε) |
θα γλιστρήσουν(ε) | να γλιστρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γλιστρήσει | είχα γλιστρήσει | θα έχω γλιστρήσει | να έχω γλιστρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις γλιστρήσει | είχες γλιστρήσει | θα έχεις γλιστρήσει | να έχεις γλιστρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει γλιστρήσει | είχε γλιστρήσει | θα έχει γλιστρήσει | να έχει γλιστρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γλιστρήσει | είχαμε γλιστρήσει | θα έχουμε γλιστρήσει | να έχουμε γλιστρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε γλιστρήσει | είχατε γλιστρήσει | θα έχετε γλιστρήσει | να έχετε γλιστρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γλιστρήσει | είχαν γλιστρήσει | θα έχουν γλιστρήσει | να έχουν γλιστρήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία γλιστράω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.