↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλιστερός η γλιστερή το γλιστερό
      γενική του γλιστερού της γλιστερής του γλιστερού
    αιτιατική τον γλιστερό τη γλιστερή το γλιστερό
     κλητική γλιστερέ γλιστερή γλιστερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλιστεροί οι γλιστερές τα γλιστερά
      γενική των γλιστερών των γλιστερών των γλιστερών
    αιτιατική τους γλιστερούς τις γλιστερές τα γλιστερά
     κλητική γλιστεροί γλιστερές γλιστερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γλιστερός < γλιστρώ + -ερός

  Επίθετο

επεξεργασία

γλιστερός, -ή, -ό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία