Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γλιστερός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γλιστερ
ός
η
γλιστερ
ή
το
γλιστερ
ό
γενική
του
γλιστερ
ού
της
γλιστερ
ής
του
γλιστερ
ού
αιτιατική
τον
γλιστερ
ό
τη
γλιστερ
ή
το
γλιστερ
ό
κλητική
γλιστερ
έ
γλιστερ
ή
γλιστερ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γλιστερ
οί
οι
γλιστερ
ές
τα
γλιστερ
ά
γενική
των
γλιστερ
ών
των
γλιστερ
ών
των
γλιστερ
ών
αιτιατική
τους
γλιστερ
ούς
τις
γλιστερ
ές
τα
γλιστερ
ά
κλητική
γλιστερ
οί
γλιστερ
ές
γλιστερ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γλιστερός
<
γλιστρώ
+
-ερός
Επίθετο
επεξεργασία
γλιστερός, -ή, -ό
που είναι επικίνδυνο να
γλιστρήσει
κανείς πάνω του
Συνώνυμα
επεξεργασία
ολισθηρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γλιστερός
αγγλικά
:
slippery
(en)
γαλλικά
:
glissant
(fr)
γερμανικά
:
glitschig
(de)
,
rutschig
(de)
,
schmierig
(de)