Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αθόρυβα < αθόρυβος

  Επίρρημα επεξεργασία

αθόρυβα

  1. χωρίς να ακούγεται κανένας ήχος
  2. (μεταφορικά) στο παρασκήνιο, χωρίς να θέλει κάποιος να τραβήξει την προσοχή των άλλων, κυρίως από σεμνότητα
    εργάζεται τόσο χρόνια παραγωγικά και αθόρυβα και μόλις τώρα αναγνωρίστηκε η προσφορά του

  Μεταφράσεις επεξεργασία