ολισθαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολισθαίνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαολισθαίνω
- γλιστράω, κινούμαι χωρίς τριβή, σταθερά και βαθμιαία μετακινούμαι προς μια κατεύθυνση
- βαθμιαία αλλάζω προς το χειρότερο, σταδιακά αλλάζει η κατάστασή μου προς μια αρνητική κατάληξη
- η χώρα ολισθαίνει προς τη δικτατορία