Ετυμολογία

επεξεργασία
ολισθαίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀλισθαίνω, ὀλισθάνω[1]

ολισθαίνω

  1. γλιστράω, κινούμαι χωρίς τριβή, σταθερά και βαθμιαία μετακινούμαι προς μια κατεύθυνση
  2. βαθμιαία αλλάζω προς το χειρότερο, σταδιακά αλλάζει η κατάστασή μου προς μια αρνητική κατάληξη
    η χώρα ολισθαίνει προς τη δικτατορία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία