χειρότερος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χειρότερος | η | χειρότερη | το | χειρότερο |
γενική | του | χειρότερου | της | χειρότερης | του | χειρότερου |
αιτιατική | τον | χειρότερο | τη | χειρότερη | το | χειρότερο |
κλητική | χειρότερε | χειρότερη | χειρότερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χειρότεροι | οι | χειρότερες | τα | χειρότερα |
γενική | των | χειρότερων | των | χειρότερων | των | χειρότερων |
αιτιατική | τους | χειρότερους | τις | χειρότερες | τα | χειρότερα |
κλητική | χειρότεροι | χειρότερες | χειρότερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χειρότερος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χειρότερος[1] ή αρχαία ελληνική χειρότερος,[2][3] επικός τύπος του χείρ(ων) (συγκριτικός του κακός) + κατάληξη -ότερος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /çiˈɾo.te.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χει‐ρό‐τε‐ρος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
χειρότερος, -η, -ο
- συγκριτικός βαθμός του κακός: περισσότερο κακός, δυσάρεστος, δύσκολος κ.λπ. από κάποιον άλλο
- ↪ Ο Γιάννης είναι χειρότερος μαθητής από το Γιώργο.
- με άρθρο, σχετικός υπερθετικός του κακός
- ↪ Ο Γιάννης είναι ο χειρότερος μαθητής της τάξης του.
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- αχειροτέρευτος
- μη χειρότερα
- τρισχειρότερα (επίρρημα)
- τρισχειρότερος
- χειρότερα (επίρρημα)
- χειροτέρεμα
- χειροτέρευση
- χειροτερεύω
- χειροτέρεψη
- χειρότερο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χειρότερος (συγκριτικός βαθμός)
Επεξεργασία
- ↑ χειρότερος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ χειρότερος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Επεξεργασία
- χειροτέρως (επίρρημα)
ΠηγέςΕπεξεργασία
- χειροτέρως - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
χειρότερος, -η, -ον
- επικός τύπος του χείρων
- [{ΠΘ:Ιλ|υ|436|436-437}}
- αἴ κέ σε χειρότερός περ ἐὼν ἀπὸ θυμὸν ἕλωμαι δουρὶ βαλών
ΠηγέςΕπεξεργασία
- χειρότερος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χειρότερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.