χειροτέρευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χειροτέρευση | οι | χειροτερεύσεις |
γενική | της | χειροτέρευσης* | των | χειροτερεύσεων |
αιτιατική | τη | χειροτέρευση | τις | χειροτερεύσεις |
κλητική | χειροτέρευση | χειροτερεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χειροτερεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χειροτέρευση < χειροτερεύω
Ουσιαστικό επεξεργασία
χειροτέρευση θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χειροτέρευση