• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

επιδείνωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιδείνωση οι επιδεινώσεις
      γενική της επιδείνωσης* των επιδεινώσεων
    αιτιατική την επιδείνωση τις επιδεινώσεις
     κλητική επιδείνωση επιδεινώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιδεινώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
επιδείνωση < επιδεινώνω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

επιδείνωση θηλυκό

  • η χειροτέρευση

Συγγενικά

επεξεργασία
  • επιδεινώνω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    επιδείνωση
  • αγγλικά : deterioration (en), exacerbation (en)
  • γαλλικά : aggravation (fr), détérioration (fr)
  • ισπανικά : agravación (es)
  • ιταλικά : peggioramento (it)
  • ουγγρικά : súlyosbodás (hu)
  • πολωνικά : pogorszenie (pl)
  • πορτογαλικά : agravação (pt)
  • σουηδικά : försvåring (sv)
  • τσεχικά : ztěžování (cs)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=επιδείνωση&oldid=6934070"
Τελευταία επεξεργασία στις 7 Σεπτεμβρίου 2024, στις 22:03

Γλώσσες

    • English
    • Suomi
    • Français
    • Malagasy
    • Polski
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 7 Σεπτεμβρίου 2024, στις 22:03.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας