exacerbation
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
exacerbation | exacerbations |
exacerbation (fr) θηλυκό
- η όξυνση
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαexacerbation (en)
ενικός | πληθυντικός |
exacerbation | exacerbations |
exacerbation (fr) θηλυκό
exacerbation (en)