Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

επιδεινώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιδεινώνω
  2. θα επιδεινώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιδεινώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

επιδεινώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιδείνωση