επιδεινώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπιδεινώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιδεινώνω
- θα επιδεινώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιδεινώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεπιδεινώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιδείνωση