Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

χειροτερεύω < χειρότερος

  ΡήμαΕπεξεργασία

χειροτερεύω (χωρίς μεσοπαθητικό τύπο)

  1. κάνω κάτι χειρότερο απ΄ό,τι ήταν
    Μη χειροτερεύεις τα πράματα ρίχνοντας λάδι στη φωτιά
  2. η κατάστασή μου γίνεται χειρότερη απ΄ ό,τι ήταν, επιδεινώνεται
    Ο πυρετός είχε πέσει χτες αλλά τώρα σαν να μου φαίνεται ότι χειροτερεύω πάλι

ΚλίσηΕπεξεργασία

  • υπάρχουν επίσης οι λαϊκότροποι τύποι σε -έψω και -εψα αντί -ευσ, -εύσ (χειροτέρεψα, θα χειροτερέψω)

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία