χειροτερεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χειροτερεύω < χειρότερος
Ρήμα
επεξεργασίαχειροτερεύω (χωρίς μεσοπαθητικό τύπο)
- κάνω κάτι χειρότερο απ΄ό,τι ήταν
- Μη χειροτερεύεις τα πράματα ρίχνοντας λάδι στη φωτιά
- η κατάστασή μου γίνεται χειρότερη απ΄ ό,τι ήταν, επιδεινώνεται
- Ο πυρετός είχε πέσει χτες αλλά τώρα σαν να μου φαίνεται ότι χειροτερεύω πάλι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χειροτερεύω | χειροτέρευα | θα χειροτερεύω | να χειροτερεύω | χειροτερεύοντας | |
β' ενικ. | χειροτερεύεις | χειροτέρευες | θα χειροτερεύεις | να χειροτερεύεις | χειροτέρευε | |
γ' ενικ. | χειροτερεύει | χειροτέρευε | θα χειροτερεύει | να χειροτερεύει | ||
α' πληθ. | χειροτερεύουμε | χειροτερεύαμε | θα χειροτερεύουμε | να χειροτερεύουμε | ||
β' πληθ. | χειροτερεύετε | χειροτερεύατε | θα χειροτερεύετε | να χειροτερεύετε | χειροτερεύετε | |
γ' πληθ. | χειροτερεύουν(ε) | χειροτέρευαν χειροτερεύαν(ε) |
θα χειροτερεύουν(ε) | να χειροτερεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χειροτέρευσα | θα χειροτερεύσω | να χειροτερεύσω | χειροτερεύσει | ||
β' ενικ. | χειροτέρευσες | θα χειροτερεύσεις | να χειροτερεύσεις | χειροτέρευσε | ||
γ' ενικ. | χειροτέρευσε | θα χειροτερεύσει | να χειροτερεύσει | |||
α' πληθ. | χειροτερεύσαμε | θα χειροτερεύσουμε | να χειροτερεύσουμε | |||
β' πληθ. | χειροτερεύσατε | θα χειροτερεύσετε | να χειροτερεύσετε | χειροτερεύστε | ||
γ' πληθ. | χειροτέρευσαν χειροτερεύσαν(ε) |
θα χειροτερεύσουν(ε) | να χειροτερεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χειροτερεύσει | είχα χειροτερεύσει | θα έχω χειροτερεύσει | να έχω χειροτερεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις χειροτερεύσει | είχες χειροτερεύσει | θα έχεις χειροτερεύσει | να έχεις χειροτερεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει χειροτερεύσει | είχε χειροτερεύσει | θα έχει χειροτερεύσει | να έχει χειροτερεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χειροτερεύσει | είχαμε χειροτερεύσει | θα έχουμε χειροτερεύσει | να έχουμε χειροτερεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε χειροτερεύσει | είχατε χειροτερεύσει | θα έχετε χειροτερεύσει | να έχετε χειροτερεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χειροτερεύσει | είχαν χειροτερεύσει | θα έχουν χειροτερεύσει | να έχουν χειροτερεύσει |
|
- υπάρχουν επίσης οι λαϊκότροποι τύποι σε -έψω και -εψα αντί -ευσ, -εύσ (χειροτέρεψα, θα χειροτερέψω)