worsen
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | worsen |
γ΄ ενικό ενεστώτα | worsens |
αόριστος | worsened |
παθητική μετοχή | worsened |
ενεργητική μετοχή | worsening |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαworsen (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) χειροτερεύω, επιδεινώνομαι, κάνω κάτι χειρότερο ή γίνομαι χειρότερος
- ⮡ His work has worsened.
- Η δουλειά του χειροτέρεψε.
- ⮡ Don’t worsen the situation!
- Mη χειροτερεύεις την κατάσταση!
- ⮡ The political situation worsened seriously.
- Η πολιτική κατάσταση επιδεινώθηκε σοβαρά.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη deteriorate
- ⮡ His work has worsened.
Πηγές
επεξεργασία- worsen - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 319, 968. ISBN 9780194325684., λήμμα: επιδεινώνω, χειροτερεύω