deteriorate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | deteriorate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | deteriorates |
αόριστος | deteriorated |
παθητική μετοχή | deteriorated |
ενεργητική μετοχή | deteriorating |
Ρήμα
επεξεργασίαdeteriorate (en)
Πηγές
επεξεργασία- deteriorate - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 319, 968. ISBN 9780194325684., λήμμα: επιδεινώνω, χειροτερεύω