τρισχειρότερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρισχειρότερος < τρισ- + χειρότερος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾi.sçiˈɾo.te.ɾos/ και με δύο τόνους για έμφαση: ˈtɾis‿çiˈɾo.te.ɾos (σαν τρις χειρότερος!)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρι‐σχει‐ρό‐τε‐ρος
- παλιότερος συλλαβισμός : τρισ‐χει‐ρό‐τε‐ρος
Επίθετο
επεξεργασίατρισχειρότερος, -η, -ο
- (επιτατικό επίθετο) πολύ χειρότερος
Παράγωγα
επεξεργασία- τρισχειρότερα (επίρρημα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρισχειρότερος
|