Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρισχειρότερος η τρισχειρότερη το τρισχειρότερο
      γενική του τρισχειρότερου της τρισχειρότερης του τρισχειρότερου
    αιτιατική τον τρισχειρότερο την τρισχειρότερη το τρισχειρότερο
     κλητική τρισχειρότερε τρισχειρότερη τρισχειρότερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρισχειρότεροι οι τρισχειρότερες τα τρισχειρότερα
      γενική των τρισχειρότερων των τρισχειρότερων των τρισχειρότερων
    αιτιατική τους τρισχειρότερους τις τρισχειρότερες τα τρισχειρότερα
     κλητική τρισχειρότεροι τρισχειρότερες τρισχειρότερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρισχειρότερος < τρισ- + χειρότερος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾi.sçiˈɾo.te.ɾos/ και με δύο τόνους για έμφαση: ˈtɾis‿çiˈɾo.te.ɾos (σαν τρις χειρότερος!)
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρι‐σχει‐ρό‐τε‐ρος
παλιότερος συλλαβισμός: τρισ‐χει‐ρό‐τε‐ρος

  Επίθετο επεξεργασία

τρισχειρότερος, -η, -ο

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία