• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

βαθμιαία

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίρρημα
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Μεταφράσεις
    • 1.3 Κλιτικός τύπος επιθέτου

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

βαθμιαία < βαθμιαίος + -α

  ΕπίρρημαΕπεξεργασία

βαθμιαία

  • σιγά σιγά, όχι απότομα

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  • (λόγιο) βαθμιαίως

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    βαθμιαία
  • αγγλικά : gradually (en)
  • γαλλικά : graduellement (fr)

  Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία

βαθμιαία

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του βαθμιαίος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του βαθμιαίος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=βαθμιαία&oldid=5279143"
Τελευταία επεξεργασία στις 26 Σεπτεμβρίου 2021, στις 18:52

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 26 Σεπτεμβρίου 2021, στις 18:52.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie