Δείτε: σίγα, σῖγα, σιγά, σιγᾷ

Ετυμολογία

επεξεργασία
σιγά < μεσαιωνική ελληνική *σιγά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σιγῇ, επίρρημα (η δοτική ενικού του σιγή) με τροπή του τελικού -η σε -ά όπως τα άλλα επιρρήματα[1]

Επίρρημα

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία



λείπει η κλίση

Ουσιαστικό

επεξεργασία