σίγα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σίγα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σίγα, β΄ πρόσωπο ενικού του ρήματος σιγάω / σιγῶ
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίασίγα
- (παρωχημένο, λογοτεχνικό) β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεστώτα του σιγώ, μορφή του σίγησε
- ※ 19ος αιώνας - ⌘ Διονύσιος Σολωμός, Τὸ Ἰατροσυμβούλιον [σατιρικό ποίημα]
- —Σίγα, bestia, ἔβγα ἀπ' ἐδῶ!
- ※ 19ος αιώνας - ⌘ Διονύσιος Σολωμός, Τὸ Ἰατροσυμβούλιον [σατιρικό ποίημα]
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασίγα
Πηγές
επεξεργασία- σίγα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- τόμ. Δ΄ (Αθήνα 1906), σ. 55 - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών.