Δείτε: σῖγα, σιγά, σιγᾷ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σίγα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σίγα, β΄ πρόσωπο ενικού του ρήματος σιγάω / σιγῶ

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

σίγα



  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

σίγα