σιγάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | σιγάω | σιγῶμαι |
Παρατατικός | ἐσίγων | |
Μέλλοντας | σιγήσω | σιγήσομαι, σιγηθήσομαι |
Αόριστος | ἐσίγησα | ἐσιγήθην |
Παρακείμενος | σεσίγηκα | σεσίγημαι |
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. | σεσιγήσομαι |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασιγάω/σιγῶ
- τηρώ σιγή, σιγώ, σωπαίνω
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 832
- Αἰσχύλε, τί σιγᾷς; αἰσθάνει γὰρ τοῦ λόγου.
- Αισχύλε, ακούς τί λέει· γιατί σωπαίνεις;
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- Αἰσχύλε, τί σιγᾷς; αἰσθάνει γὰρ τοῦ λόγου.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 91 (90-91)
- ΟΙ. Β’ ὦ δέσποτ᾽ ἄναξ, ὡς παραπαίεις. | ΤΡ. σίγα σίγα.
- ΔΕΥ. Αχ αφέντη, τί τρέλα είν᾽ αυτή; | ΤΡΥ. Σώπα εσύ.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ΟΙ. Β’ ὦ δέσποτ᾽ ἄναξ, ὡς παραπαίεις. | ΤΡ. σίγα σίγα.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου γ′, 61
- τῶν δὲ πολλῶν εἴ τις αἴσθοιτο, ἐσίγα καὶ κατεπέπληκτο, τὸν Εὐφραῖον οἷ᾽ ἔπαθεν μεμνημένοι.
- και αν κάποιος από τον πολύν λαό αντιλαμβανόταν αυτά, σώπαινε από την τρομάρα του, αναλογιζόμενος τον Ευφραίο και τα παθήματά του.
- Μετάφραση (2004): Α.Ι. Γιαγκόπουλος - Μ. Αραποπούλου, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- τῶν δὲ πολλῶν εἴ τις αἴσθοιτο, ἐσίγα καὶ κατεπέπληκτο, τὸν Εὐφραῖον οἷ᾽ ἔπαθεν μεμνημένοι.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 832
- (μεταβατικό) κρατώ κάτι μυστικό
- (στην παθητική φωνή) αποσιωπούμαι, αποκρύπτομαι, τηρούμαι στη σιγή
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 21.2
- ὁ μέν νυν τῶν Περσέων τούτων θάνατος οὕτω καταλαμφθεὶς ἐσιγήθη.
- Μ᾽ αυτό τον τρόπο λοιπόν σκεπάστηκε ο θάνατός τους και πια δεν έγινε λόγος γι᾽ αυτούς.
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ὁ μέν νυν τῶν Περσέων τούτων θάνατος οὕτω καταλαμφθεὶς ἐσιγήθη.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἄλκηστις, στίχ. 78 (77-78)
- τί ποθ᾽ ἡσυχία πρόσθεν μελάθρων; | τί σεσίγηται δόμος Ἀδμήτου;
- Πώς μια τέτοια ησυχία στο παλάτι μπροστά; | Γιατί του Άδμητου τάχα σωπαίνει το σπίτι;
- Μετάφραση (1972): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- τί ποθ᾽ ἡσυχία πρόσθεν μελάθρων; | τί σεσίγηται δόμος Ἀδμήτου;
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 4
- σεσίγηται μὲν τὸ κάλλιστον καὶ σωφρονέστατον κήρυγμα τῶν ἐν τῇ πόλει· «τίς ἀγορεύειν βούλεται τῶν ὑπὲρ πεντήκοντα ἔτη γεγονότων, καὶ πάλιν ἐν μέρει τῶν ἄλλων Ἀθηναίων;»
- Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να έχει πάψει να ακούγεται το πριν από τις συνεδριάσεις της Εκκλησίας του Δήμου ωραιότατο και πλέον λογικό κήρυγμα της πόλης: «Ποιος από τους άνω των πενήντα ετών πολίτης θέλει να ανεβεί στο βήμα και να μιλήσει στον λαό και κατόπιν και κάθε άλλος Αθηναίος με τη σειρά του;»
- Μετάφραση (2012): Αθανάσιος Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη:Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- σεσίγηται μὲν τὸ κάλλιστον καὶ σωφρονέστατον κήρυγμα τῶν ἐν τῇ πόλει· «τίς ἀγορεύειν βούλεται τῶν ὑπὲρ πεντήκοντα ἔτη γεγονότων, καὶ πάλιν ἐν μέρει τῶν ἄλλων Ἀθηναίων;»
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 21.2
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σιγή
Κλίση
επεξεργασίαΡηματικοί τύποι:
- δωρικός τύπος : απαρέμφατο σιγῆν
- δωρικός τύπος : αόρ. παθητικής φωνής: ἐσιγάθην
- δωρικός τύπος : υποτ. αόρ. σιγάσω
Πηγές
επεξεργασία- σιγάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σιγάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.