σιγή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σιγή | οι | σιγές |
γενική | της | σιγής | των | σιγών |
αιτιατική | τη | σιγή | τις | σιγές |
κλητική | σιγή | σιγές | ||
Ο πληθυντικός, σπάνιος, ποιητικός. | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σιγή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σιγή[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐γή
Ουσιαστικό
επεξεργασίασιγή θηλυκό
- η έλλειψη ήχου ή θορύβου
- ※ ...ανάγνωσε τα ονόματα των θυμάτων... και ακολούθησε ενός λεπτού σιγή (εφημερίδα Το Βήμα, 17 Νοεμβρίου 2009)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- επικρατεί απόλυτη σιγή
- ένοχη σιγή
- (τηρώ) ενός λεπτού σιγή
- νεκρική σιγή, βλ. νεκρική σιωπή
- σιγή ασυρμάτου
- σιγή ιχθύος
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
σιγ-
σιγ-
Σύνθετα
επεξεργασίακαι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σιγή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- σιγή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σιγή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'σιγή'.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
σῑγα- | |||||
ονομαστική | ἡ | σιγή | αἱ | σιγαί | |
γενική | τῆς | σιγῆς | τῶν | σιγῶν | |
δοτική | τῇ | σιγῇ | ταῖς | σιγαῖς | |
αιτιατική | τὴν | σιγήν | τὰς | σιγᾱ́ς | |
κλητική ὦ! | σιγή | σιγαί | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σιγᾱ́ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | σιγαῖν | |||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σιγή, ήδη ομηρικό < επίρρημα σῖγα (σιωπηλά) < πιθανόν μέσω του επιρρήματος με δοτική σιγῇ < σκοτεινής αβέβαιης ετυμολογίας.[1]
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
σιγ-
σιγ-
σῖγα και
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- σιγή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σιγή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.