Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

sessizlik < sessiz (σιωπηλός, ήσυχος) + -lik

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sessizlik (tr)

Κλίση επεξεργασία