σιγηλός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σιγηλός | η | σιγηλή | το | σιγηλό |
γενική | του | σιγηλού | της | σιγηλής | του | σιγηλού |
αιτιατική | τον | σιγηλό | τη | σιγηλή | το | σιγηλό |
κλητική | σιγηλέ | σιγηλή | σιγηλό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σιγηλοί | οι | σιγηλές | τα | σιγηλά |
γενική | των | σιγηλών | των | σιγηλών | των | σιγηλών |
αιτιατική | τους | σιγηλούς | τις | σιγηλές | τα | σιγηλά |
κλητική | σιγηλοί | σιγηλές | σιγηλά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σιγηλός < αρχαία ελληνική σιγηλός
Επίθετο
επεξεργασίασιγηλός
- που δεν ακούγεται πολύ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σιγηλός < σιγή
Επίθετο
επεξεργασίασιγηλός
- που δεν ακούγεται, σιωπηλός