σιγανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σιγανός | η | σιγανή | το | σιγανό |
γενική | του | σιγανού | της | σιγανής | του | σιγανού |
αιτιατική | τον | σιγανό | τη | σιγανή | το | σιγανό |
κλητική | σιγανέ | σιγανή | σιγανό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σιγανοί | οι | σιγανές | τα | σιγανά |
γενική | των | σιγανών | των | σιγανών | των | σιγανών |
αιτιατική | τους | σιγανούς | τις | σιγανές | τα | σιγανά |
κλητική | σιγανοί | σιγανές | σιγανά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασιγανός, -ή, -ό
- που λέγεται ή γίνεται με χαμηλή ένταση ήχου και σε ήρεμη ατμόσφαιρα
- που έχει χαμηλή ένταση
- το βράζουμε σε σιγανή φωτιά
Εκφράσεις
επεξεργασία- τα σιγανά ποταμάκια να φοβάσαι: οι άνθρωποι που εξωτερικά είναι ήρεμοι και χαμηλών τόνων είναι κάποτε ικανοί για πράξεις εντυπωσιακές ή σφοδρές