Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιγανός η σιγανή το σιγανό
      γενική του σιγανού της σιγανής του σιγανού
    αιτιατική τον σιγανό τη σιγανή το σιγανό
     κλητική σιγανέ σιγανή σιγανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιγανοί οι σιγανές τα σιγανά
      γενική των σιγανών των σιγανών των σιγανών
    αιτιατική τους σιγανούς τις σιγανές τα σιγανά
     κλητική σιγανοί σιγανές σιγανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιγανός < σιγά + -ανός

  Επίθετο επεξεργασία

σιγανός, -ή, -ό

  1. που λέγεται ή γίνεται με χαμηλή ένταση ήχου και σε ήρεμη ατμόσφαιρα
  2. που έχει χαμηλή ένταση
    το βράζουμε σε σιγανή φωτιά

Εκφράσεις επεξεργασία

  • τα σιγανά ποταμάκια να φοβάσαι: οι άνθρωποι που εξωτερικά είναι ήρεμοι και χαμηλών τόνων είναι κάποτε ικανοί για πράξεις εντυπωσιακές ή σφοδρές

  Μεταφράσεις επεξεργασία