• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

doux

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Επίθετο
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Σύνθετα

Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

doux < dulz < λατινική dulcis

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /du/
  (βοήθεια·αρχείο)

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό doux doux
θηλυκό douce douces

doux (fr)

  1. γλυκύς
  2. απαλός
  3. ευχάριστος
  4. σιγανός
  5. ήμερος
  6. πράος

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • douçain, doucin
  • douçâtre, douceâtre
  • doucement
  • doucereusement
  • doucereux - doucereuse
  • doucet - doucette
  • doucettement
  • douceur

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  • douce-amère
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=doux&oldid=5584099"
Τελευταία επεξεργασία στις 17 Αυγούστου 2022, στις 17:14
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 17 Αυγούστου 2022, στις 17:14.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie