Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

douçâtre < doux + -âtre

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
douçâtre douçâtres

douçâtre (fr) και douceâtre αρσενικό ή θηλυκό