Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
douçâtre
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
douçâtre
<
doux
+
-âtre
Επίθετο
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
douçâtre
douçâtres
douçâtre
(fr)
και
douceâtre
αρσενικό ή θηλυκό
γλυκός
,
ευχάριστος